- περιανθώ
- -έω, Α [περιανθής]1. έχω ολόγυρα άνθη2. (για τη θερμότητα) εκπέμπομαι προς όλες τις κατευθύνσεις, διαχέομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιανθῶ — περιανθέω bloom pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιανθέω bloom pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθώ — (AM ἀνθῶ, έω) 1. (για φυτά) βγάζω λουλούδια, ανθίζω 2. μτφ. βρίσκομαι στην ακμή της ηλικίας μου 3. μτφ. ευημερώ, είμαι πλούσιος και υγιής, ακμάζω μσν. 1. προέρχομαι, κατάγομαι 2. (μτβ.) κάνω κάτι να φυτρώσει, να εμφανιστεί αρχ. 1. (για τα νεανικά … Dictionary of Greek